προσεγμένος

προσεγμένος
elaborate

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεγμένος — η, ο, Ν βλ. προσέχω …   Dictionary of Greek

  • προσεγμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του προσέχω, αυτός που έγινε με προσοχή, με φροντίδα: Έχει προσεγμένη ανατροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέχω — προσέχω, πρόσεξα, προσεγμένος βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: προσέχω : η μτχ. προσεγμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που έγινε με προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — πρόσεξα, προσέχτηκα, προσεγμένος 1. προσηλώνω το νου, παρακολουθώ, έχω το νου μου: Προσέχω τον καθηγητή μου που διδάσκει. 2. επιτηρώ, φυλάγω ή φυλάγομαι: Πρόσεχε τους ανθρώπους που σε κολακεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”